Οι γονείς του τον πίεζαν να κάνει οικογένεια. Αυτό τού δημιούργησε κάποιον εκνευρισμό και προσέφυγε πάλι στον Γέροντα.
Εκείνος, πολύ φυσικά, σαν να βρισκόταν μέσα στο σπίτι του, τού επανέλαβε αυτολεξεί, όσα οι γονείς του τού έλεγαν σχετικά:
“Τώρα οι γονείς σου σού λένε· “Ως πότε θα μένεις έτσι; Είναι καιρός κι εσύ να νοικοκυρευθείς, ν’ ανοίξεις δικό σου σπίτι, με τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου. Αν μείνεις έτσι, ποιός θα σε κοιτάξει στα γηρατειά;“. Μην τους παρεξηγείς, έχουν κι αυτοί δίκιο από τη δική τους πλευρά. Αν ήσουν κι εσύ στη θέση τους, έτσι θα μιλούσες. αυτοί βλέπουν τα πράγματα κοσμικά, θέλουν να ζήσεις καλά και να έχεις καλά γεράματα. Λίγοι όμως είναι εκείνοι, που κάνουν κακά γεράματα; Λίγοι όμως είναι εκείνοι, που κάνουν οικογένεια και τους εγκαταλείπουν τα παιδιά τους κάνουν κακά γεράματα; Το παν είναι να αγαπήσει ο άνθρωπος τον Χριστό και όλα τα άλλα προβλήματα τακτοποιούνται.”.
Ο γνωστός μου, μού εξέφρασε το θαυμασμό του για τον Γέροντα, ο οποίος, με πολλή διάκριση, τον προσανατόλισε προς το “μείζον” συμφέρον του, αλλά και δικαιολόγησε με κατανόηση τη στάση των γονέων του και τη δική του.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 369π.]