Όπως ήδη είπα, οι Γέροντές μου ήταν ο πατήρ Παντελεήμων κι ο παράδελφός του, ο πατήρ Ιωαννίκιος. Τους αγαπούσα, ενώ ήταν πολύ αυστηροί. Εγώ τότε δεν το καταλάβαινα αυτό. Επειδή τους αγαπούσα, νόμιζα ότι δεν μου φέρονται αυστηρά. Τους είχα μεγάλο σεβασμό και ευλάβεια και αγάπη. Η ευλάβειά μου ήταν… πως έβλεπα την εικόνα του Χριστού; Με τέτοιο δέος και με τέτοια ευλάβεια. Έπειτα από τον Θεό ήταν οι Γέροντες. Ήταν ιερείς κι οι δύο. Ήταν απ’ τα μέρη της Καρδίτσας. Από ένα χωριό, που είναι ψηλά. Κάπως το λένε το χωριό. Έχει αξία να το θυμηθούμε… Το θυμήθηκα! Είναι το χωριό Μεσενικόλας Καρδίτσας. Από ‘κει είχα τη βελέντζα μου, που κοιμόμουν μέχρι πρόσφατα. Τους έκανα άκρα υπακοή.

Υπακοή! Τί να σας πω, την ήξερα! Επιδόθηκα σ’ αυτή με χαρά, με αγάπη. Αυτή η απόλυτη υπακοή μ’ έσωσε. Εξαιτίας της μου έδωσε ι Θεός το χάρισμα. Ναι, σας ξαναλέω, έκανα άκρα υπομονή στους Γέροντές μου. Υπακοή όχι αναγκαστική αλλά με χαρά και αγάπη. Τους αγαπούσα αληθινά. Κι επειδή τους αγαπούσα, αυτή η αγάπη μ’ έκανε να νιώθω και να καταλαβαίνω τι ήθελαν. Γνώριζα,πριν μου το πουν, τι ήθελαν και πως το ήθελαν το κάθε πράγμα. Πήγαινα εδώ, πήγαινα εκεί. Ήμουν αφοσιωμένος σ’ αυτούς. Γι’ αυτό η ψυχή μου πετούσε από χαρά κοντά τους. Δεν σκεπτόμουν κανένα. Πάνε οι γονείς, πάνει οι γνωστοί, πάνε οι φίλοι, πάει ο κόσμος. Η ζωή μου ήταν προσευχή, χαρά, υπακοή στους Γέροντές μου.

Μια φορά μου λέγανε κάτι κι εγώ το τηρούσα. Παράδειγμα, μου είπε μια φορά ο Γέροντας:

– Παιδί μου, να πλένεις τα χέρια σου και πριν από το φαγητό, αλλά και κάθε φορά που πρόκειται να πάμε στην εκκλησία, γιατί μπαίνουμε σε άγιο χώρο και πρέπει όλα να είναι καθαρά. Κι εμείς είμαστε παπάδες και οι δύο και λειτουργάμε· πρέπει να έχομε καθαρά τα χέραι μας, αλλά να έχομε και ακθαριότητα σε όλα μας.

Έτσι εγώ κάθε τόσο έπλενα με σαπούνι τα χέρια μου. Δεν χρειάσθηκε να μου το πούνε δεύτερη φορά. Πριν να φάω, τα σαπούνιζα. Στην εκκλησία, αν θέλαμε κάτι, τα σαπούνιζα. Έπιανα κάτι, τα σαπούνιζα. Στο εργόχειρο, όταν ήταν λεπτοδουλειά, τα σαπούνιζα. Αυτό έκανα μ’ όλα τα πράγματα, χωρίς να αντιδρώ από μέσα μου. Σημειώστε ότι είχα δύο Γέροντες και πολλές φορές μου ζητούσαν κι αντίθετα πράγματα.

Μια μέρα ο παπα – Ιωαννίκιος μου λέει:

– Πάρε από εδώ αυτές τις πέτρες και πήγαινέ τις εκεί.

Τις πήγα στη θέση που μου υπέδειξε. Έρχεται ο μεγάλος Γέροντας. Μόλις τις είδε, θύμωσε και με μάλωσε και μου είπε :

– Τον στραβό τον άνθρωπο! Γιατί το έκανες αυτό; Εκεί τις θέλομε τις πέτρες; Να τις πάεις πάλι εκεί, όπου τις βρήκες!

Τον “στραβό τον άνθρωπο”· μ’ αυτή τη φράση με μάλωνε, όταν θύμωνε.

Την άλλη μέρα πέρασε από εκεί ο παπα – Ιωαννίκιος. Βλέπει τις πέτρες στην πρώτη θέση, θύμωσε και μου λέει:

– Δεν σου είπα να μεταφέρεις τις πέτρες εκεί;

Εγώ ντράπηκα, εκοκκίνησα, του έβαλα μετάνοια και του λέω:

– Γέροντα, συγχώρα με, τις είχα μεταφέρει σχεδόν όλες, αλλά ο Γέροντας τις είδε και μου είπε: “Να τις πάεις πάλι εκεί· εκεί τις χρειαζόμαστε”. Και τις ξαναπήγα.

Μιλιά τώρα ο παπα – Ιωαννίκιος.

Όπως αυτό, πολλά άλλά τέτοια γυμνάσια μού κάνανε. Αλλά δεν είχα πονηριά. Δεν έλεγα: “Θέλεις να μου το κάνουνε για δοκιμή;”. Δεν είχα, όμως, διαπιστώσει ότι με δοκιμάζανε, τα πράγματα ήταν τόσο φυσικά, που δεν το καταλάβαινα. Αυτό έχει έννοια, γιατί όταν ένας ξέρει ότι τον δοκιμάζουνε, την πιο σκληρή δουλειά μπορεί να την κάνει υπακοή. Όταν, όμως, δεν ξέρει αν τον δοκιμάζει κάποιος και θυμώνει κιόλας ο άλλος, τότε δεν μπορεί να μην κλωτσήσει μέσα του και να πει: “Πω, πω, τί είναι αυτά τώρα; Τόσα χρόνια καλόγερος εδώ και να έχει θυμό; Μα πάει αυτό το πράγμα; Μπορεί μοναχός να είναι θυμώδης και να προσεύχεται; Να μην έχει απαλλαγεί από το θυμό; Είναι πολύ ατελείς οι άνθρωποι αυτοί…”.

Εγώ, όμως, δεν σκεπτόμουνα έτσι, ούτε ήξερα αν με δοκιμάζανε. Αντίθετα, τα χαιρόμουνα πολύ αυτά, γιατί τους αγαπούσα. Αλλά κι εκείνοι πολλή αγάπη μου είχαν, αν και δεν μου το έδειχνάν. Αγαπούσα και τους δύο Γέροντές μου, αλλά ιδιαίτερα ακουμπούσα στον πνευματικό, τον γέροντα Παντελεήμονα. Όπως λέει ο Δαβίδ, “ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δὲ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου”, έτσι κολλήθηκε η ψυχή μου στον Γέροντά μου. Αλήθεια σας λέγω! Κι η καρδιά μου ήταν μαζί με την καρδιά του. Τον έβλεπα, τον αισθανόμουνα. Μ’ έπαιρνε έξω και πηγαίναμε στο Κυριακό κι από ‘κει για δουλειές μαζί. Πω, πω, πω, τον αισθανόμουνα! Αυτό μ’ αγίασε πολύ. Που κολλήθηκα πάνω του, μ’ αγίασε. Με ωφέλησε πολύ αυτό, που κολλήθηκε η καρδιά μου πάνω στην καρδιά του. Πολύ μεγάλος άγιος ήταν!

Κι όμως δεν μου έλεγε τίποτα ο Γέροντας. Όχι μόνο δεν έλεγε από που κατάγεται, αλλ’ ούτε το επίθετό του, ούτε, ούτε, ούτε… Ποτέ δεν είπε, “στην πατρίδα μου” ή “οι γονείς μου, τ’ αδέλφια μου” κ.λ.π. Πάντα ήταν σιωπηλός και πάντα προσηύχετο και πάντα ήταν πράος. Αν θύμωνε καμμιά φορά, ο θυμός του κι ό,τι έλεγε, όλα ήταν πλαστά. Τον αγαπούσα και πιστεύω ότι με την υπακοή που του έκανα κακι με την αγάπη που του είχα μ’ επισκέφθηκε κι εμένα η χάρις.

Τον πρόσεχα, να πάρω κάτι, να τον μιμηθώ. Τον αγαπούσα, τον ευλαβόμουνα, τον έβλεπα και ωφελιόμουνα. Μου αρκούσε μόνο που τον έβλεπα. Βαδίζαμε ολόκληρο δρόμο. Αναβαίναμε απ’ τα Καυσοκαλύβια προς τα πάνω στο βουνό, για να κόψουμε πουρνάρια. Όλο το δρομό τίποτα, ούτε μια μιλιά. Θυμάμαι τον Γέροντα μου που μου εδειχνε ποια πουρνάρια να κόψω. Μόλις έκοβα το ένα, φώναζα με χαρά:

– Γέροντα, το έκοψα!

Έλεγε:

– Έλα δω, πήγαινε ‘κει μ’ ένα πριόνι.

Καθάριζα γύρω γύρω, για να μπορεί να χωράει το πριόνι. Πήγαινε εκείνος να μου βρει άλλο. Λέγαμε και μία λέξη, “μονοφύσι”, δηλαδή απνευστί, μ’ ένα φύσημα. Αμέσως φώναζα:

– Γέροντα, το έκοψα!

Με χαρά. Δεν ήταν αυτά φυσικά πράγματα. Ήταν η αγάπη μου, ήταν η χάρις του Θεού που εξεπέμπετο απ’ τον Γέροντα σ’ εμένανε τον ταπεινό.

Δικαιώνω αυτό που λένε, ότι πηγαίναμε μοναζοί και εκύκλωναν έναν ερημίτη και τον ρωτούσαν διάφορα. Ένας απ’ αυτούς καθόταν έτσι και δεν μιλούσε. Έβλεπε στο πρόσωπο τον Γέροντα. Όλοι ρωωτούσαν, εκείνος δεν μιλούσε. Και του λέγει ο ερημίτης:

– Γιατί εσύ, τέκνον μου, δε με ρωτάς; Εσύ δεν έχεις καμμία απορία;

Του απαντάει:

– Εγώ δεν θέλω τίποτ’ άλλο· μου αρκεί μόνο να σε βλέπω, Γέροντα.

Δηλαδή αυτός τον απολάμβανε χαριτωμένα, τον “ρουφούσε”, δηλαδή έπαιρνε την χάρι του Θεού μέσω αυτού. Κι ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος τα ίδια λόγια λέγει. ομολογεί ότι πήρε κι αυτός την χάρι απ’ τον Γέροντά του.

[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 53]

Μοιραστείτε την εμπειρία σας