Την προηγούμενη ημέρα είχα και μια ακόμη ξεχωριστή ευλογία. Έπρεπε να πάμε με τον Γέροντά μου στη Μεγίστη Λαύρα, για να πάρουμε άδεια για την κουρά. Ο ηγούμενος, που έδωσε την άδεια, ήταν πολύ άγιος. Εκεί που πηγαίναμε από το ασκητήριο του Αγίου Νείλου του Μυροβλήτου στη Λαύρα, κατά τη διαδρομή για πρώτη φορά άκουσα το άρωμα το ουράνιο. Με πλημμύρισε η μυρωδιά και το είπα στον Γέροντά μου. Εκείνος με απλότητα το άκουσε, δεν είπε τιποτα κι επροχώρησε. Έτσι πρέπει να τα βλέπουμε, απλά. Για δέυτερη φορά άκουσα το άρωμα στα οστά του Αγίου Χαραλάμπους.
Το βράδυ της κουράς μου όλοι οι πατέρες συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος, στο Κυριακό, έκαναν αγρυπνία, είπαν ωραί κατανυκτικά ψάλματα κι εγώ ήμουν με λευκές κάλτσες, ανυπόδητος και γεμάτος κατάνυξη. Έβαλα σ’ όλους μετάνοια, προσκύνησα τις εικόνες και ο προεστώς μου απήυθυνε τις ειδικές ερωτήσεις τού μεγαλόσχημου. Τα μάτια μου ήταν γεμάτα δάκρυα από τη συγκίνηση. Αφού τελειωσε η αγρυπνία, επήγαμε στο κελί. Ήμουν πολύ χαρούμενος αλλά και σιωπηλός. Ήθελα να είμαι μόνος μόνῳ Θεῷ. Όταν είσαι σ’ αυτή την κατάσταση, δεν θέλεις ούτε να ψάλλεις, ούτε να μιλάς. Ζητάς τη σιγή, για να ακούεις τη φωνή του Χριστού.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 77]