Όπως μου είπε ο Παππούλης, υπήρχε ένας άνθρωπος που διακατεχόταν από μια έμμονη ιδέα, ότι εάν αποτολμούσε να λούσει την κεφαλή του, θα τον εύρισκε ακαριαίος θάνατος! Η έμμονη αυτή ιδέα συνοδευόταν και με την πεποίθηση τής εις βάρος του γενομένης… μαγείας. Η έμμονη αυτή ιδέα έκανε παρέα με την… υποτιθέμενη μαγεία, και οι δύο μαζί συγκρότησαν το δίδυμο της συμφοράς, για τον άτυχο, ο οποίος, όχι μόνο ήταν υποχρεωμένος να ζει με τη βρωμιά της κεφαλής του, που δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα, αλλά ήταν και αναγκασμένος να δέχεται αδιαμαρτυρήτως και τους χλευασμούς των οικείων του και των γνωστών του, οι οποίοι παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που έκαναν, δεν μπόρεσαν να τον πείσουν περί της αναγκαιότητος, αλλά και της ακινδυνότητος τού λουσίματος.
Έτσι, περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια, χωρίς να μπορέσει κανείς να πειθαναγκάσει τον ταλαίπωρο να ρίξει λίγο αθώο νεράκι τού Θεού στο βρώμικο κεφάλι του, του οποίου η δυσοσμία είχε μεγάλο βεληνεκές! Πολύ μεγάλο! Και έκανε τους πάντες να… τρέπονται σε άτακτη φυγή.
Και αυτό ακριβώς, το γεγονός, ήταν που πλήγωνε πάρα πολύ το δύστυχο, ο οποίος, παρά τις προσπάθειες που έκανε, για να αποβάλει τη φοβία αυτή, όχι μόνο δεν το κατόρθωσε, αλλά και κάθε αποτυχία τον έφερνε όλο και πιο πίσω και, κυριολεκτικά, τον έδερνε με τη δυστυχία του.
Με την προαναφερθείσα δυστυχία έκανε συντροφιά δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια ο δύσκολος! Για μας ίσως να μη μετράνε ή να μη λένε τίποτε. Για τον άνθρωπο όμως, που ζούσε το μαρτύριο αυτό, ήσαν ανυπόφορες και μετρούσαν σαν αιώνες. Γεγονός είναι πάντως, ότι ο άνθρωπος αυτός δεν έπαψε να ελπίζει, πως κάποια μέρα θα απαλλάσσετο από την τυραννία του. Γιατί περί τυραννίας επρόκειτο!
Έτσι, με τη συμπλήρωση των 18 χρόνων, πληροφορήθηκε ότι στο Μήλεσι βρίσκεται ένας Άγιος Γέροντας, που λέγεται Πορφύριος και θαυματουργεί. Αμέσως πήρε την απόφαση να τον επισκεφθεί, να του θέσει υπόψη του το πρόβλημά του και να ζητήσει τη βοήθειά του. Προσήλθε, πράγματι στον πατέρα Πορφύριο και με βουρκωμένα μάτια τού εξιστόρησε, με όλες τις λεπτομέρειες, το βάσανό του. Το βάσανο, δηλαδή, που τον απασχολούσε, τον ταλαιπωρούσε και τον τυρρανούσε σχεδόν δύο δεκαετίες.
– Τον άκουσα με πολλή προσοχή και συγκίνηση μεγάλη, παιδί μου, μου είπε ο Παππούλης. Έζησα, την ώρα εκείνη, όλο το μαρτύριό του. Στενοχωρήθηκα πολύ, γιατί ένας κατάγερος άνδρας, πέρασε χωρίς λόγο τα καλύτερα και πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής του, δεμένος με τη δυστυχία! Και να ήταν ο μόνος… Πόσοι άνθρωποι δεν υποφέρουν ολόκληρες δεκαετίες με διάφορες φοβίες και ταλαιπωρούνται και αυτοί και οι οικογένειές τους. Αυτές υποφέρουν διπλά και στενοχωριούνται διπλά. Και γιατί βλέπουν τον άνθρωπό τους στα χάλια αυτά και γιατί δεν μπορούν να τον βοηθήσουν. Και θέλεις να μάθεις και κάτι; Οι περισσότεροι είναι και διανοούμενοι!
Και συνεχώς τους λέω ότι δεν είναι τίποτε. Και, πράγματι δεν είναι τίποτε. Έτσι να κάνουν (σήκωσε και τίναξε τους ώμους του προς τα πίσω), έφυγε για πάντα! Αλλά δε με ακούνε. Και ξέρεις γιατί δε με ακούνε; Γιατί δεν πιστεύουν στον Θεό. Από εκεί ξεκινάει όλο το κακό. Και αντί να πάνε στο δρόμο τού Χριστού, ακολουθούν το δρόμο του διαβόλου. Τρέχουν στους μάγους και στις μάγισσες και τους εκμεταλλεύονται και στο τέλος όχι μόνο δε βρίσκουν γιατρειά, αλλά χάνουν και την ψυχή τους. Γιατί δεν μπορείς να είσαι χριστιανός και να ζητάς τη βοήθεια του σατανά. Ή με τον Χριστό θα είσαι, ή με τον σατανά θα πας. Δεν μπορείς να υπηρετείς δύο κυρίους. Με τον άνθρωπο μας όμως δε συνέβαινε κάτι τέτοιο. Απλώς, δεν είχε την πίστη που έπρεπε να έχει, προκειμένου να αντιμετωπίσει το δυσάρεστο αυτό φαινόμενο της φοβίας. Γι’ αυτό, το πρώτο που έκανα ήταν να του ενισχύσω την πίστη. Από εκεί ξεκινάνε όλα. Ύστερα του εξήγησα, ότι η ολιγοπιστία παραχωρεί εύκολα τη θέση της στο σατανά. Και όταν σε περιλάβει αυτός, δεν ξεφεύγεις εύκολα… Του είπα πάρα πολλά και με παρακολουθούσε με πολλή προσοχή, και διέγνωσα ότι ήταν διατεθειμένος να κάνει ό,τι θα τον συμβουλεύσω. Στο τέλος τού διάβασα μαι ευχή.
Παρακάλεσα τον Κύριο να τον απαλλάξει από τη σατανική αυτή ενέργεια. Γιατί, περί σατανικής ενέργειας, επρόκειτο. Όταν τελείωσα, του είπα:
– Παιδί μου, τώρα που θα πας στο σπίτι σου, θα βράσεις νερό να λουστείς. Εγώ θα προσεύχομαι, από εδώ που είμαι, συνεχώς για σένα. Και θα βρίσκομαι δίπλα σου, κοντά σου! Εσύ, πριν ακόμη αρχίσεις να λούζεσαι, θα αρχίσεις να λες: Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Και ενώ θα λες αυτό, θα έχεις το νου σου στραμμένο σε εμένα. Μόλις λουστείς, θα με πάρεις τηλέφωνο και θα μου πεις ότι λούστηκες. Θα περιμένω.
Έφυγε ο άνθρωπος για την Αθήνα φορτωμένος με πίστη και ενθουσιασμό όπως του υπέδειξα! Αμέσως μετά, με πήρε στο τηλέφωνο. Μόλις σήκωσα το ακουστικό, ακούω:
– Παππούλη, είμαι ο τάδε. Λούστηκα!! Λούστηκα!
Η χαρά του δεν περιγράφεται! Τον σταύρωσα πολλές φορές, ενώ από τα μάτια μου έτρεχαν δάκρυα… Του συνέστησα να κάνει το ίδιο κάθε μέρα και να μου τηλεφωνεί μόλις τελειώνει το λούσιμο. Και πράγματι, μου είπε είπε, είμαι ο τάδε. Λούστηκα! Ο Θεός τον λυπήθηκε και τον απάλλαξε οριστικά!”.
[Αν. Καλλιάτσου, Ο πατήρ Πορφύριος, Αθήνα 2000, σελ. 131-4]