Όλη τη νύχτα ταξιδεύαμε. Το πρωί, κατά τις δέκα η ώρα, εφθάσαμε στη Δάφνη. Όλοι οι καλόγηροι πήραν τα δισάκια τους με τα ψώνια που είχαν κάνει στη Θεσσαλονίκη για τα εργόχειρά τους. Κατεβήκαμε τη σκάλα του πλοίου. Η βάρκα μάς περίμενε. Τον Γέροντά μου τον επροτίμησαν, επειδή ήταν πνευματικός. Μπήκαμε πρώτοι στη βάρκα και εφθάσαμε στη σκάλα τής Δάφνης. Βγήκαμε έξω. Αλλά τί έγινε εκεί; Ο Γέροντας απομακρύνθηκε λίγο, να ακουμπήσει πιο κει τα δισάκια του κι εκείνη τη στιγμή έρχεται ένας ψηλός φουστανελάς, που είχε και κόκκινο φέσι με μαύρη φούντα στο κεφάλι, με αρπάζει και με πετάει πάλι στη βάρκα που έφευγε, για να φέρει και άλλους καλόγηρους.
– Τί δουλειά έχεις εδώ; μου λέει. Απαγορεύεται στα παιδιά! Πήγαινε για το καράβι. Να φύγεις!
Εγώ έκλαιγα· η βάρκα άρχισε να φεύγει. Εκείνη, όμως, τη στιγμή πήρε είδηση ο Γέροντάς μου κι έτρεχε και φώναζε:
– Σταμάτα, γύρισε πίσω το παιδί, είναι δικό μου!
Γύρισε η βάρκα πίσω. Ελευθερώθηκα.
Και τότε τού λέει ο Σερδάρης – έτσι έλεγαν τον φουστανελά, τον φύλακα τού Αγίου Όρους. Εκείνη την εποχή ήταν ντυμένοι με άσπρες φουστανέλες και με κόκκινο φέσι. Λεβέντηδες. Παρίσταντο παντού, σ’ όλες τις τελετές. Του λέει, λοιπόν, ο Σερδάρης:
– Γέροντα, το παιδί απααγορεύεται να το πάρεις μαζί σου.
– Εγώ θα το πάρω. Είναι ανεψάκι μου, του λέει ο Γέροντας. Είναι της αδελφής μου παιδί και δεν μπορώ να το αφήσω. Είναι ορφανό, θα χαθεί.
– Ναι, αλλά εμένανε θα με τιμωρήσουν, που θα πάρω το παιδί.
– Όχι. Ό,τι σου τύχει, σ’ εμένανε. Εγώ θα μιλήσω στους Γέροντες να μην τιμωρηθείς.
Έτσι με τον Γέροντα “θείο μου”, που αυτός έγινε και Γέροντάς μου – Πνατελεήμων ήταν το όνομά του – ανεβήκαμε στη σκήτη. Θέλω να πω μ’ αυτό ότι ο Θεός έκανε πολλά θαύματα σ’ εμένανε τον ταπεινό. Το χέρι Του ολοφάνερο με προστάτευε παντού. Έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση το χέρι του Θεού μ’ έφερε στα χέρια ενός αγίου γέροντα και πνευματικού, που αυτός θα με προστάτευε. Ο Θεός τον είχε στείλει κι αυτός ο γέροντας με έσωσε. Έγινε ένα μεγάλο θαύμα της πρόνοιας του Θεού. Σε πολλά με βοήθησε, αλλά προπάντων η μεγάλη βοήθεια ήταν που κατόρθωσα να πάω στο Άγιον Όρος τόσο μικρός, ενώ δεν επιτρεπόταν. Ούτε από καλογερική ήξερα. Ο Θεός, όμως, με βοήθησε*.
Όπως σας είπα, εφθάσαμε στη σκήτη. Από εκεί κι έπειτα άλλη ζωή. Ζωή ἐν Χριστῷ. Ακολουθίες, απόδειπνα, όρθροι, εσπερινοί, αγρυπνίες. Ζωή χαρισάμενη!
*Ό όσιος Γέροντας πάντοτε τόνιζε ότι η είσοδος του στο Άγιον Όρος σε τόσο μικρή ηλικία ήταν ένα εξαιρετικό και σπάνιο γεγονός, θαυματουργική επέμβαση τής προνοίας και τής χάριτος τού Θεού στη ζωή του.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 43]