Πήγαινα για τον Γέροντα, με το αυτοκίνητο φίλου μου, ο οποίος είχε πάρει μαζί του και την αρραβωνιαστικιά του. Στη διαδρομή τής μιλούσα για την χριστιανική ζωή, με την οποία δεν είχε ασχοληθεί ιδιαιτέρως. Το έκανα για να την βοηθήσω, ώστε να έχει καλύτερη πρόσβαση στη νοοτροπία του Γέροντα, που θα έβλεπε για πρώτη φορά.
Όταν φθάσαμε, μπήκα πρώτος στο κελί του. Μεταξύ άλλων του ανέφερα, κάπως αυτάρεσκα, και για την κατήχησή μου, κατά τη διαδρομή. Ο Γέροντας εξανέστη και μου είπε:
– Μη, μωρέ, κάνεις τέτοια πράγματα. Τώρα η αρραβωνιαστικιά του έχει τρομοκρατηθεί και του λέει:”Πάμε να φύγουμε, φοβάμαι να δω τον Γέροντα, μη μου βάλει να τηρήσω όλα αυτά που μου έλεγε ο φίλος σου στη διαδρομή.“.
Μετά από μένα, μπήκε στο κελί η αρραβωνιαστικιά του φίλου, ο οποίος μου εκμηστηρεύθηκε τι του έλεγε αυτή, όσην ώρα ήμουν μέσα. Ήταν τα ίδια λόγια του Γέροντα.
Όταν εκείνη βγήκε από το κελί, έλαμπε από χαρά. Ο Γέροντας δεν έκανε λάθη, όπως εγώ με τον άκριτο υπερβάλλοντα ζήλο μου!
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 91]