Ανακάλυψα κάποτε, ότι ένας πολύ γνωστός μου, ήταν συγγενής του π. Πορφυρίου. Μόλις το έμαθα, εξέφρασα στον γνωστό μου τη χαρά μου και του πρότεινα να επισκεφθούμε μαζί τον Γέροντα. Εκείνος, που θυμόταν αμυδρά τον Γέροντα από το χωριό του, δεν απήντησε στην πρότασή μου, ούτε όχι, φραστικώς, ούτε ναι, πρακτικώς. Όλο και μου ζητούσε αναβολή της επισκέψεως, προφανώς φοβούμενος ειρωνικά σχόλια των φίλων του, δεδομένου ότι, ως κοσμικός, δεν είχε σχέσεις με την Εκκλησία και ήταν δυσμενώς προκατειλημμένος έναντι όλων των κληρικών. Όταν το ανέφερα στον Γέροντα, χάρηκε, επειδή γνώριζα πολύ ένα συγγενή του, που τον θυμόταν αρκετά καλά, αλλά μου είπε:
“Μην του ξαναπροτείνεις να έλθει σε μένα, μην του το υπενθυμίζεις, μην το πιέζεις. Άφησέ τον τελείως ελεύθερο και ανεπηρέαστο. Αν θελήσει, θα έρθει μόνος του. Και έτσι πρέπει πάντα να γίνεται. Να σεβόμαστε την ελευθερία του άλλου. Πάντως, εγώ τον αγαπάω και προσεύχομαι γι’ αυτόν.”.
Μετά από χρόνια, πληροφορήθηκα ότι τον επισκέφθηκε ένα βράδυ, μυστικά, μόνος του, χωρίς φυσικά να μου πει τίποτε σχετικό και τον άφησα με την εντύπωση ότι τον αγνοώ. Ο Γέροντας είχε επισκέπτες “Νικοδήμους”. Τους αποδεχόταν και τους σεβόταν όλους, εξ ίσου.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 330π.]