Ο π. Πορφύριος, αν και λυπόταν, δε θύμωνε όταν έβλεπε να τον επισκέπτονται ψυχές νωθρές, οκνηρές, εγωκεντρικές, ανέτοιμες. Ήταν απεριόριστα ανεκτικός και συγκαταβατικό στις αμαρτίες μας. Κι αυτό το έκανε, όχι για να τις δικαολογήσει, αλλά για να κεντρίσει το φιλότιμό μας να τις πολεμήσουμε. Για να μας βοηθήσει στον πόλεμο αυτό, προσέφευγε στη χρήση των χαρισμάτων του, που γέμιζαν την ψυχή των επισκεπτών με έκπληξη και δέος.
Μερικές φορές ικανοποιούσε, με τρόπο θαυματουργικό, αιτήματα των προσκυνητών, αλλά ποτέ χωρίς βαθύτερη, πνευματική αναφορά. Δεν απέβλεπε να γίνει προσωρινά αρεστός, αλλά μονίμως χρήσιμος. Και όντως, θα αδικούσε τους προσκυνητές, αν περιοριζόταν στο να τους λύσει τα πρόσκαιρα προβλήματά τους, κρατώντας γι’ αυτούς κλειστή την πόρτα του παραδείσου, όπου δεν υπάρχουν πλέον προβλήματα. Όταν όμως έβλεπε, ότι δεν υπάρχουν δυνατότητες γι’ αυτή την πνευματική αναφορά στη σωτηρία της ψυχής, εξαιτίας εγωιστικών αντιστάσεων, δε χρησιμοποιούσε τα χαρίσματά του, για να μην επιβαρύνει τη θέση των επισκεπτών με δωρεές, που τους προσφέρθηκαν και τις άφησαν αναξιοποίητες.
Περίμενε να καμφθούν οι αντιστάσεις. Σιωπούσε τότε, αλλά δεν αδιαφορούσε γι’ αυτούς. Τους βοηθούσε με την προσευχή του, που ήταν πιο αποτελεσματική από τα λόγια του. Δεν άφηνε κανέναν αβοήθητο, έστω κι αν παρεξηγούσαν πολλοί τη σιωπή του. Άλλοτε η σιωπή του είχε την αιτία της στους παροξυσμούς τών πολλών ασθενειών του. άλλοτε στην έλλειψη εσωτερικής πληροφορίας για το πρακτέο κι άλλοτε σε αιτίες, που μόνο ο Θεός κι εκείνος γνώριζαν.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 375π.]