Κάποια μέρα μας είπε ο Γέροντας:
“Ακόυστε κάτι δικό μου που θα σας πω. Μια φοράπήγαινα στο χωριό μου μέσω Χαλκίδος. Προς το σταθμό τού τραίνου στη Χαλκίδα βλέπω ένα παιδί που ήταν ανεβασμένο σ’ ένα αμάξι και προσπαθούσε να περάσει τις γραμμές τού τραίνου. Δεν τον υπάκουε το άλογό του κι άρχισε να βλασφημάει την Παναγία. Λυπήθηκα πολύ εκείνη τη στιγμή και αυθόρμητα είπα:
“Παναγίτσα μου, κάνε τον να δοξάζει το όνομά σου, σε παρακαλώ!”.
Σε πέντε λεπτά το αμάξι τού παιδιού αναποδογυρίστηκε και τον πλάκωσε. Άνοιξε το βαρέλι που ήταν στη σούστα κι ο μούστος που είχε μέσα τον περιέλουσε. Το παιδί, πιάνοντας το κεφάλι του και τρέμοντας, άρχισε να φωνάζει:
“Παναγίτσα μουου, Παναγίτσα μουου, Παναγίτσα μουου!!!”.
Εγώ πιο πάνω, βλέποντάς τον έκλαιγα κι έλεγα στην Παναγία μας:
“Παναγίτσα μου, γιατί το έκανες έτσι; Εγώ είπα να δοξάζει το όνομά σου, αλλά όχι μ’ αυτό τον τρόπο”.
Λυπήθηκα για το παιδί. Μετάνιωσσα, που έγινα αιτία να πάθει ό,τι έπαθε. Νόμιζα ότι με αγαθότητα είχα πει εκείνη την ευχή στην Παναγία, όταν τον άκουσα να βλασφημάει το όνομά της, όμως μέσα στην ψυχή μου ίσως να είχε δημιουργθεί μυστικά κάποια αγανάκτηση.
Θα σας διηγηθώ ένα ακόμη περιστατικό και θα θαυμάσετε. Δεν είναι τίποτα της φαντασίας μου. Ό,τι σας λέγω είναι αληθινό. Ακούστε.
Κάποτε κάποια κυρία επισκέφθηκε ένα απόγευμα μια φίλη της. Στο σαλόνι διέκρινε ένα ωραίο βάζο γιαπωνέζικο, αξίας, γεμάτο λουλούδια.
– Τί ωραίο βάζο! Πού το αγόρασες;
– Μου το έφερε ο άνδρας μου, είπε εκείνη.
Την άλλη μέρα, το πρωί στις οχτώ, η κυρία που είχε κάνει την επίσκεψη, ενώ έπινε καφέ με τον άνδρα της, θυμήθηκε το βάζο. Της είχε κάνει πολλή εντύπωση. Λέει, λοιπόν, στον άνδρα της με θαυμασμό:
– Τί να σου πω για τη φίλη μου! Της έφερε ο άνδρας της ένα πολύ ωραίο βάζο γιαπωνέζικο, πολύχρωμο, με ωραίες παραστάσεις και στόλιζε όλο το σαλόνι.
Την ίδια μέρα ξαναπήγε στη φίλη της για κάποια δουλειά. Κοιτάζει, το βάζο έλειπε. Της λέει:
– Τί το έκανες το βάζο;
– Τί να σου πω, της απάντησε. Σήμερα πρωί πρωί, στις οχτώ η ώρα, όπως ήμουνα στο δωμάτιο ήσυχα, ακούω ένα δυνατό “κρακ!” και το ανθοδοχείο έγινε κομμάτια. Έτσι μόνο του, χωρίς να το πειράξει κανείς, χωρίς να φυσήξει αέρας, χωρίς κανείς να το κουνήσει!
Εκείνη δεν μίλησε καθόλου στην αρχή. μετά της λέγει:
– Τί να σου πω… Στις οχτώ πίναμε με τον άνδρα μου καφέ και με θαυμασμό και χαρά τού περιέγραψα το βάζο σου. Με πολλή λαχτάρα έκανα την περιγραφή. Τί να πω, λες καμιά κακή δυναμη να ενήργησε; Αυτό θα συνέβαινε μόνο, αν δεν σε αγαπούσα.
Κι όμως, αυτό ήτανε. Δεν κατάλαβε ότι μέσα της είχε κακία. Αυτό ήταν φθόνος, ζήλεια, βασκανία. Η κακή δύναμη μεταδίδεται, όσο μακριά κι αν βρισκόμαστε. Αυτό είναι μυστήριο. Δεν υπάρχει απόσταση. Γι’ αυτό έσπασε το ανθοδοχείο. Θυμάμαι και κάτι άλλο, που συνέβηκε επίσης από ζήλεια.
Μια πεθερά ζήλευε πολύ τη νύφη της. Δεν ήθελε να βλέπει κανένα καλό πάνω της. Μια μέρα η νύφη αγόρασε ένα ωραίο εμπριμέ ύφασμα για φόρεμα. Το είδε η πεθερά, το ζηλεψε. Η νύφη κλείδωσε το ύφασμα σ’ ένα σεντούκι, στο κάτω μέρος, κάτω απ’ όλα τα ρούχα, μέχρι να έλθει να της το ράψει η μοδ΄΄ιστρα. Ήλθε η μέρα τής μοδίστρας. Πάει η νύφη να βγάλει το ύφασμα, τί να δει! Όλο το ύφασμα ήταν κοντά κοντά ψαλιδισμένο, άχρηστο. Κι όμως, ήταν κλειδωμένο το σεντούκι!
Η κακή δύναμη δεν έχει φραγμούς, δεν εμποδίζεται ούτε από κλειδαριές ούτε από αποστάσεις. Η κακή δύναμη μπορέι και το αυτοκίνητο να το γκρεμισει χωρίς να υπάρχει καμιά βλάβη.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 452]