Όταν πέθανε ο σύζυγός μου, τα παιδιά μου, ο Δημήτρης και ο Κωνσταντίνος, που ήταν δώδεκα και δέκα χρονών αντίστοιχα, όπως καταλαβαίνετε, είχαν τραυματιστεί πολύ.
Ο Γέροντας, που έβλεπε βαθιά μέσα στην ψυχή τους έλεγε:
“Είναι τραυματισμένα, είναι πληγωμένα.”.
Με βοήθησε πάρα πολύ, ιδιαίτερα όσον αφορούσε τον μεγάλο γιο μου, στον οποίο ο χαμός τού πατέρα δημιούργησε μεγαλύτερο τραύμα. Με καθοδήγησε στο να του φέρομαι με πολλή πραότητα και αγάπη. Μου έλεγε:
“Μην επηρεάζεασαι από το παιδί, που αντιδρά και μιλά άσχημα. Δεν το θέλει, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς εκείνη την ώρα, αλλά μετά το μετανοιώνει. Όταν εμείς θυμώσουμε, ταυτιζόμαστε με το θέλημα τού δαίμονα και μπαίνουμε όλοι μαζί στον κύκλο του.”.
Πάντοτε μου έλεγε:
“Ένας τρόπος υπάρχει για να μην έχουμε προβλήματα με τα παιδιά: η αγιότητα. Γίνετε άγιοι και δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα με τα παιδιά σας. “.
– Δεν το ρωτήσατε, πως μπορούμε να γίνουμε άγιοι;
– Βέβαια. Και η απάντησή του: “Πολύ απλό· όταν έρθει η θεία χάρις. “. Και όταν τον ρώτησα πως έρχεται η θεία χάρις, μου απάντησε: “Με την ταπείνωση και την προσευχή. Αλλά η προσευχή μας πρέπει να είναι δυνατή, ζωντανή. Όταν προσευχόμαστε με πίστη και επιμονή, πάντοτε έχουμε αποτελέσματα.”.
“Μην πιέζεις”, μου έλεγε, “τα παιδιά σου. Αυτά που θέλεις να τους πεις, να τα λες με την προσευχή σου. Τα παιδιά δεν ακούν από τα αυτιά, αλλά όταν έρχεται η θεία χάρις, η οποία τα φωτίζει και τότε αυτή θα ενεργήσει. Η προσευχή σου αυτή θα γίνει σαν το πνευματικό χάδι, που αγκαλιάζει τα παιδιά, και αυτό τα έλκει. Εμείς, βλέπεις, κάνουμε μερικές φορές να τα χαϊδέψουμε και αυτά αντιδρούν· ενώ σ’ αυτό το πνευματικό χάδι δεν αντιδρούν ποτέ”.
Να σας πω πως το είδα αυτό να εφαρμόζεται στην πράξη. Την πρώτη φορά, που πήγα με τα παιδιά μου διακοπές, μετά που πέθανε ο άνδρας μου, ο μεγάλος γιος μου βρήκε κάποιες παρέες εκεί και τον έχανα τα απογεύματα και δεν ήξερα που πήγαιναν και τι έκαμναν. Του έλεγα, λοιπόν: “Έλα, παιδί μου. Μη φεύγεις πάλι. Τί πας και κάνεις και χάνεσαι;”· όλα αυτά δηλαδή, που συνήθως λέμε εμείς οι μητέρες. Εκείνος όμως δε μ’ άκουε.
Μια μέρα, λοιπόν, θυμήθηκα εκείνα που μου είχε πει ο Γέρων Πορφύριος και, μόλις έφυγε το παιδί, πήρα την Παράκληση στην Παναγία και άρχισα να τη διαβάζω. Πριν προλάβω να την τελειώσω, μπαίνει μέσα ο γιος μου και με ρωτά:
– Μαμά, που είπες ότι ήθελες να πηγαίναμε μαζί το απόγευμα;”.
Ήταν τόσο άμεση η απάντηση της Παναγίας, που τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι εκείνα, που μου έλεγε ο Γέρων Πορφύριος ήταν η μόνη σωστή στάση απέναντι στα παιδιά.
– Πολύ σπουδαίες και ωφέλιμες για όλους μας, που είμαστε γονείς, οι εμπειρίες σας αυτές που μας αφηγηθήκατε.
– Σε κάθε θέμα, που αφορούσε τα παιδιά μου, με συμβούλευε και με καθοδηγούσε.
Τα παιδιά μου έκαμναν ιππασία. Κάποτε ήρθε η ώρα που θα έπρεπε να αγοράσουμε κι ένα άλογο. Επειδή, όμως, επρόκειτο για μια σημαντική απόφαση, πήγα και συμβουλεύτηκα τον Γέροντα, ο οποίος με ενεθάρρυνε πάρα πολύ στο να πάρω αυτή την απόφαση. Φώναξε και τα παιδιά μου, τους είπε πως είναι ωραίο πράγμα η ιππασία και τους ζήτησε να έχουν επίγνωση, όταν κάνουν ιππασία, ότι είναι ωραίο να κάθεσαι πάνω σ’ ένα άλογο και να χαίρεσαι αυτό που κάνεις.
Ενεθάρρυνε, επίσης, τα παιδιά μου στο να κάνουν ιπποδρομίες και τους έλεγε:
“Εκεί στο βουνό που πάτε και βλέπετε τον ουρανό, το χιόνι κι όλη εκείνη την ωραία θέα, να σκέφτεσθε ποιος τα δημιούργησε όλα αυτά.”.
Μέσα από τη δημιουργία τούς οδηγούσε, αβίαστα πάντοτε, στον Δημιουργό.
Παράλληλα, τους έλεγε να μην παραμελούν τα μαθήματα του σχολείου τους· αλλά με πόσο ωραίο τρόπο τους το έλεγε:
“Δεν θα παραμελήσετε τα βιβλία σας και τη μελέτη σας. Να πω πως θα τα κάνετε. Διαβάσατε και κουραστήκατε λίγο; Θα πάτε στο άλογό σας, θα κάνετε την ιππασία σας και, όταν θα γυρίσετε, θα δείτε ότι τα βιβλία σας είναι πάλι φρέσκα.”.
[Κλ. Ιωαννίδη, Ο Γέρων Πορφύριος, Αθήναι 1993, σελ. 168π.]