Ήμουν στενοχωρημένος για μερικές παρατηρήσεις και επιπλήξεις που μου έκαναν, ενώ μέσα μου δεν καταλάβαινα ότι έφταιγα.
– Μα γιατί, Γέροντα, συνέχεια με μαλώνουν; Με το παραμικρό ο Γέροντας στο Μοναστήρι, αυτές τις μέρες μου κάνει παρατηρήσεις. Μου έρχονται ουρανοκατέβατες ξαφνικά, ενώ εγώ νόμιζα ότι έκανα καλά. Μέσα μου λυπούμαι πολύ και νιώθω ένα πλάκωμα και φόβο, ότι κάθε στιγμή θα με ξαναπαρατηρήσει.
– Βρε, αυτός πάει να σε αγιάσει και συ κλωτσάς; Τί είναι αυτά που σου λέει ο Γέροντάς σου; Έπρεπε να ήσουν εκεί στα Καυσοκαλύβια. Που λες, μια φορά με συνείχε ο λογισμός για τους γονείς μου. Τους πόνεσα και το εξομολογήθηκα στους Γεροντάδες μου. Πρώτη φορά με ρωτούσαν:
– Πώς αισθάνεσαι, παιδί μου;
– Καλά, είμαι πολύ στενοχωρημένος.
– Ναι, αλλά δε ρώτησες και μας, αν είμαστε ευχαριστημένοι.
– Με συγχωρείτε. Πάντως εγώ νιώθω πολύ ευχαριστημένος. Εύχομαι στον Χριστό μας να γίνω καλός, να είστε κι εσείς ευχαριστημένοι μαζί μου. Στο δρόμο δεν είχα ευλογία να μιλώ σε κανέναν. -Ευλογείτε -ευλόγησον, και δρόμο… Αργότερα έμαθα ότι ήσαν πολύ αυστηροί και κανένας δεν έκανε μαζί τους. Όλοι έφευγαν. Εμένα μου φαίνονταν καλοί. Και στενοχωριόμουν που δεν είχα δυσκολίες.
[Αγαπίου Μοναχού, Η θεϊκή φλόγα που άναψε στην καρδιά μου ο Γέρων Πορφύριος, Αθήναι 2000, σελ. 85π.]