Πήγαινα μια μέρα τον Παππούλη στο σπίτι του και μου είπε το κατωτέρω περιστατικό που του συνέβη με έναν ταξιτζή:

“Πήρα μια φορά, παιδί μου, ένα ταξί για να πάω σπίτι μου. Όταν μπήκα μέσα, ο οδηγός είχε βάλει το ράδιο που έλεγε κάτι λαϊκά τραγούδια και του είπα με καλό τρόπο:

– Σε παρακαλώ, επειδή δεν μου αρέσουν αυτά τα τραγούδια, μήπως μπορείς να το κλείσεις αυτό το ράδιο;

– Ναι, παπά μου, να το κλείσω, απάντησε εκείνος.

Στη συνέχεια τον ρώτησα:

– Πως σε λένε;

– Με λένε Βασίλη, μου είπε.

– Βρε το Βασίλη! του είπα. Έχεις παιδιά, Βασίλη; τον ρώτησα.

– Έχω, μου λέει, δύο.

– Βρε Βασίλη, του λέω, το μεγαλύτερο παιδί σού μοιάζει πολύ, το ξέρεις;

– Ναι, μου μοιάζει, μου λέει αυτός, αλλά εσύ πού το ξέρεις, παπά μου;

– Βρε που είναι τώρα τα παιδιά σου, του λέω.

– Είναι σ’ ένα χωριό, πάπα μου, με τη μάνα τους.

– Κι εσύ, μένεις εδώ μόνος σου, τον ξαναρωτάω.

– Ναι, μου λέει. Έχω χωρίσει, παπά μου, και εγώ είμαι εδώ και αυτή με τα παιδιά μένουν εκεί.

– Βρε συ Βασίλη, τους αφήνεις μόνους τους και δεν πας να τους ανταμώσεις;

– Δε γίνεται, παπά μου, μου λέει, γιατί πάει καιρός τώρα που ζούμε έτσι και δεν μπορώ να πάω εγώ εκεί τώρα.

– Γιατί βρε; τον ρώτησα. Θέλεις να σε βοηθήσω εγώ να ανταμώσετε; του λέω.

– Και πώς θα με βοηθήσεις εσύ, παπά μου; μου λέει.

– Βρε τί σε νοιάζει εσένα. Πες μου ότι θέλεις εσύ κι εγώ θα το φροντίσω.

– Καλά, μου λέει, φρόντισέ το.

Τον παίρνω, που λες, και τον πάω στο χωριό που ήταν η γυναίκα του με τα παιδιά τους. Μόλις πλησιάσαμε στο σπίτι, μου λέει:

– Α! εγώ δεν προχωρώ άλλο. Σταμάτα εδώ.

– Καλά, του λέω, κάτσε εδώ. Κατεβαίνω εγώ τότε και πάω μέσα στο σπίτι και βρίσκω τη γυναίκα του και τη φέρνω κοντά του και έτσι τα ξανάφτιαξαν.”.

– Παππούλη μου, του λέω στο τέλος κι εγώ. Σ’ αγαπάω πολύ πολύ μ’ αυτά που έκανες. Και γελούσε και με τα δικά μου λόγια.

[Α. Σ. Τζαβάρα, Αναμνήσεις από τον Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 2001, σελ. 160-2]

Μοιραστείτε την εμπειρία σας